Από το 2013 με την εμφάνιση του βακτηρίου Xylella fastidiosa οι τρεις μεγάλες χώρες (Ισπανία , Ιταλία και Ελλάδα), οι οποίες αντιπροσωπεύουν περίπου το 95% της ευρωπαϊκής παραγωγής ελαιολάδου, βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση προκειμένου να προλάβουν τις οικονομικές επιπτώσεις από μια μελλοντική ανεξέλεγκτη εξάπλωση του.
Για τον υπολογισμό των οικονομικών αυτών επιπτώσεων ομάδα επιστημόνων προχώρησε σε έρευνα προσομοιώνοντας τη μελλοντική εξάπλωση της νόσου με βάση την μοντελοποίηση της κλιματικής καταλληλότητας και την ακτινική επέκταση της περιοχής που εισέβαλε το βακτήριο. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν παρουσιάστηκαν σε μελέτη τον Απρίλιο 2020.
Από την έρευνα υπολογίστηκε ότι η σημερινή εξάπλωση του βακτηρίου γίνεται με ρυθμό περίπου πέντε χιλιομέτρων το χρόνο. Ο ρυθμός αυτός εξάπλωσης θα μπορούσε να μειωθεί στο ένα χιλιόμετρο το χρόνο με κατάλληλα μέτρα.
Μέχρι τώρα χιλιάδες ελαιόδεντρα έχουν καταστραφεί στην Ιταλία. Σύμφωνα με τη μελέτη προβλέπει, αν το φυτοπαθογόνο βακτήριο επεκταθεί κι άλλο, η οικονομική ζημιά και στις τρεις χώρες μπορεί να ξεπεράσει συνολικά ακόμη και τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η ζημιά αυτή εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθει σε περίπου 5 δισεκατομμύρια ευρώ για την Ιταλία και 18 δις ευρώ για την Ισπανία σε έναν χρονικό ορίζοντα 50 ετών. Η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν καταγραφεί ακόμη κρούσματα, θα είχε απώλεια εσόδων της τάξεως των 2 δις στην επόμενη 50ετία.
Ωστόσο, το μοντέλο δίνει προβάδισμα στην Ελλάδα σχετικά με τον βαθμό και τον ρυθμό εξάπλωσης του βακτηρίου έναντι των δυο άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η μορφολογία του εδάφους της χώρας μας συμβάλει στον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων από μια πιθανή εξάπλωση. Ιδιαίτερα, η θάλασσα μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικό φυσικό εμπόδιο για την εξάπλωση. Αυτό συνεπάγεται ότι οι νησιωτικές περιοχές της χώρας μας έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημά θα πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο από τις αρχές και τους εμπλεκομένους με την ελαιοκομία στην Κρήτη προκειμένου να αποφευχθούν ζημιές στην ελαιοκαλλιέργεια, οι οποίες θα επιφέρουν επιπτώσεις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές.
Τα λόγια της ερευνήτριας Dr. Maria Saponari του Ιταλικού Ινστιτούτου Βιώσιμης Φυτοπροστασίας CNR «Η ζημιά στις ελιές επιφέρει επίσης μια απαξίωση στην αξία της γης και στην τουριστική ελκυστικότητα μιας περιοχής» πρέπει να προβληματίσουν για τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει μια ενδεχόμενη εμφάνιση του βακτηρίου στην Κρήτη όπου χαρακτηρίζεται από έντονη και μακρά παράδοση στην ελαιοκαλλιέργεια αποτελώντας ταυτόχρονα και ένα σημαντικό προορισμό.