Τα τελευταία χρόνια, καταγράφηκε επέκταση της εντατικής ελαιοκαλλιέργειας στην Ιβηρική Χερσόνησο η οποία αποδίδεται στις υψηλότερες από τις μέσες τιμές ελαιολάδου και στις χαμηλότερες αποδόσεις εναλλακτικών καλλιεργειών. Σε αντίθεση με την Ισπανία, στην Ιταλία και την Ελλάδα η επέκταση ήταν μάλλον περιορισμένη. Η αυξητική αυτή τάση όμως αναμένεται να επιβραδυνθεί λόγω προβληματισμών σχετικά με την επάρκεια νερού, ανησυχιών που σχετίζονται με τον αντίκτυπο της μονοκαλλιέργειας σε ορισμένες περιοχές αλλά και στον εντονότερο ανταγωνισμό που αναπτύσσεται με πιο επικερδείς καλλιέργειες
Ωστόσο, η παραγωγή αναμένεται να αυξηθεί κυρίως λόγω βελτιώσεων στις αποδόσεις οι οποίες προκύπτουν από νέες φυτείες, από την επέκταση των αρδευτικών συστημάτων αλλά και βελτιωμένων αγρονομικών χειρισμών. Η ταχύτητα με την οποία θα προκύψουν οι βελτιώσεις εκτιμάται ότι μπορεί να επιταχυνθούν λόγω αύξησης των προτιμήσεων του καταναλωτικού κοινού για ελαιόλαδα πρώιμης συγκομιδής (αλλά και χαμηλότερων αποδόσεων) καθώς και για εξειδικευμένα μονο-ποικιλιακά ελαιόλαδα με ιδιαίτερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.
Μέχρι το 2030, η παραγωγή ελαιολάδου της ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 400.000 τόνους (+ 1,1% ετησίως κατά μέσο όρο). Η χώρα στην οποία αναμένεται να υπάρξει ο μεγαλύτερος ρυθμός αύξησης είναι η Πορτογαλία. Αύξηση αναμένεται ωστόσο και σε άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες κυρίως λόγω της εφαρμογής στρατηγικών δημιουργίας προστιθέμενης αξίας.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που εκτιμάται ότι θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο κλάδος το προσεχές διάστημα είναι η διαδοχή στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Ιδιαίτερα στην Ιταλία και στην Ελλάδα, όπου οι περισσότερες εκμεταλλεύσεις είναι μικρότερες από 5 εκτάρια, και πού περίπου το 70% των ιδιοκτητών αυτών των μικρών εκμεταλλεύσεων είναι 55 ετών και άνω.
Οι παράγοντες που αναμένεται να επηρεάσουν την κατανάλωση ελαιολάδου τα προσεχή χρόνια είναι η τάση για κατανάλωση γευμάτων εκτός σπιτιού, τα εύκολα/πρόχειρα γεύματα και το ενδιαφέρον των νεότερων ηλικιών για πιο υγιεινή διατροφή.
Στις κύριες παραγωγικές χώρες αναμένεται να επιβραδυνθεί ο ρυθμός μείωσης της κατανάλωσης που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για την περίοδο 2004-2018 ο ετήσιος ρυθμός μείωσης εκτιμήθηκε σε 3% και για το διάστημα μέχρι το 2030 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 0,8%.
Σε αντιδιαστολή στα άλλα Κ-Μ της ΕΕ ο ρυθμός κατανάλωσης θα συνεχίσει να αυξάνεται. Ειδικότερα ο ρυθμός αναμένεται να αυξηθεί από 2,3% σε 3,3%. Εκτιμάται ότι το μερίδιο συμμετοχής των ΚΜ αυτών στην κατανάλωση μέχρι το 2030 θα αυξηθεί κατά 32%.
Όσον αφορά στο δυναμικό αύξησης των εξαγωγών της ΕΕ αυτό εκτιμάται ότι θα παραμείνει υψηλό (+ 3,3% ετησίως κατά μέσο όρο) λόγω της ακόμα σχετικά χαμηλής κατά κεφαλή κατανάλωσης σε πολλά μέρη του κόσμου.
Πηγή: DG-AGRI «EU Agricultural Outlook for markets and income 2019-2030».